- στράγγευμα
- στράγγ-ευμα, ατος, τό,A act of hesitation or delay, dub.cj. in Plu.Alex. 68 for στράτευμα codd. (τραῦμα Reiske).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στράγγευμα — τὸ, Α [στραγγεύω] (αμφβλ. ανάγν.) καθυστέρηση, αναβολή … Dictionary of Greek